- συμφλεγμαίνω
- συμφλεγμαίνω,A to be inflamed at the same time, Gal.10.909, 16.539, al., Aret.CA2.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφλεγμαίνω — ΜΑ έχω συγχρόνως φλεγμονή («ἡ φρενῑτις φλεγμονή ἐστι τῶν μηνίγγων, ποτὲ μὲν καὶ αὐτοῡ τοῡ ἐγκεφάλου συμφλεγμαίνοντος», Θεοφάν. Nόνν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φλεγμαίνω «έχω φλεγμονή» (< φλέγμα)] … Dictionary of Greek